βασιλόρτυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλόρτυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλόρτυκο τό, Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ ὀρτύκι.
Σημασιολογία
Πτηνὸν μακρόκνημον, μεγαλύτερον τῆς ὄρτυγος τὸ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν μεταναστευτικῶν ὀρτύγων, βασιλεὺς ὁ λειμώνιος (rex pratensis) τῆς τάξεως τῶν καλοβατικῶν (grallatores) ἡ τοῦ Ἀριστοτέλους ὀρτυγομήτρα (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 10 <1927> 206).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA