γουρουνακίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνακίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνακίδα ἡ, ἐνιαχ. γουρ᾽νακίδα Ἀθῆν. - Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ. 19.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ὑποκορ. γουρουνάκι διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίδα.

Σημασιολογία

Τὸ θαλάσσιον ὅστρεον Κόγχη τῆς Ἀφροδίτης (Concha venera) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀφροdιτῶν (Veneridae), τὸ ὁποῖον ὄστρεον ἀναρτοῦν εἰς τὸν λαιμὸν τῶν παιδίων ὡς προφυλακτικὸν κατὰ τῆς βασκανίας, ἡ χοιρίνη τῶν Ἀρχαίων, ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. βλ. εἰς λ. γουρουνάκι 4.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/