γκιˬόκικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬόκικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκιˬόκικος ἐπίθ. ἐνιαχ. gιˬό’κους Θρᾴκ. (Αἶν.) Θηλ. γκιˬό’σσα Μακεδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. gök=κυανοῦς.

Σημασιολογία

1) ’Επὶ ἀμνάδων, ἡ ἔχουσα μελανωπὸν τὸ πέριξ τῶν ὀφθαλμῶν μέρος τῆς κεφαλῆς Μακεδ. 2) ’Επὶ βοῶν, ὁ ἔχων χρῶμα ἐρυθρομέλαν Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/