γκιˬονάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬονάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιˬονάκι τό, ἐνιαχ. gιˬουνά’ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Σάμ. ἀγκιˬονάτι Τσακων.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γκιˬόνης.

Σημασιολογία

1) Θωπευτ., τὸ νυκτόβιον πτηνὸν γκιˬόνης, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ’ ἀν.: Τοὺ gιˬουνά᾽ κάθα βράδ’ φουνά’ κλαψάρ’κα Σάμ. 2) Μετων., ἄνθρωπος μωρός, βλὰξ Σάμ.: Τίπουτα πλιˬὰ δὲ bουρεῖ νὰ νο͜ιώσ’ κιˬ αὐτός, τέλε͜ια gιˬουνά’ εἶνι Συνών. ἀγάθας, ἀγαθιˬάρης, ἀγαθόπουλος, ἀγαθὸς Α3, ἀγαθούκλης, ἀγαθούλης, ἀγαθωτὸς 2, ἀλαφροκαύκαλος, ἀλαφροκέφαλος, ἀλαφρονούσης, ἀλαφροπαλάντζας, ἀλαφρὸς 9, βλάκας, βλακόμετρο, βλακόμουτρο, κουτός, μποῦφος, χαζός. 3) ’Επιδημικὴ νόσος τῆς παιδικῆς ἰδίως ἡλικίας, χαρακτηριζομένη ὑπὸ ἰδιάζοντος παροξυσμοῦ βηχὸς, ὁ κοκκύτης Εὔβ. (Αἰδηψ.) Θεσσ. (Ἁλμυρ.): Τοὺ πιδί μ᾿ ἔ’ gιˬουνά’ Αἰδηψ. Συνών ἀλεπόβηχας 2, γαιˬδουρόβηχας 2, κορακόβηχας, κουκουλλόβηχας, σκυλλόβηχας. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γκιˬονάκης Ἀθῆν κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/