γκιˬόξι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬόξι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬόξι τό, Ἤπ. (Αὐλοτοπ. Δερβίτσ. Δίβρ. Κόκκιν. Λάκκα Σούλ. Μαργαρ. Τσαμαντ.) γκιˬό’ Ἤπ. (’Αρτοπ. Ζαγόρ. Κουκούλ. Κρυοπ. Σχωρ.) γκιˬόκοσ’ Ἤπ. (Πρέβ.) κιˬόνξι Πόντ. γκιˬόσ’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) γκιˬόξη ἡ, Ἤπ. (Μαργαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Αλβαν. gjoks=στῆθος, θώραξ.
Σημασιολογία
1) Ἰδίᾳ κατα πληθ., τὸ στῆθος, τὸ στέρνον ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν ἔπιακε ’πὸ τὸ γκιˬόξι καὶ τὸ bέταξε κάτ’ Ἤπ. (Μαργαρ.) Σ’ βῆκε τοὺ γκιˬό’, δὲ ράβ’ς λίγου τοὺ π’κάμ’ σό σ’; Ἤπ. (Κρυοπ.) Οὑ λύκους ἄρπαξι τοὺ μπ’λάρ’ ἀποὺ τοὺ γκιˬό’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Μὴν ἀνοί’ς τὰ γκιˬόξιˬα σ᾽ ἔτσ’, θὰ κρυώῃς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πιˬάσ’ τ᾽ γίδα ’ς τὰ γκιˬόξιˬα, νὰ δῇς ἂν εἶνι παχε͜ιὰ αὐτόθ. || ᾎσμ. Ἔχεις ὠμίτζα ’πίπλατα, κιˬόνξα ἀρματωμένα Πόντ. β) Μεταφ., δύναμις, ἱκανότης Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.): Αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ θέλει γκιˬόξι Τσαμαντ. Γιˬὰ νὰ κά’ς αὐτὴ τ᾿ δ᾽λε͜ιά, θέλ’ς μιγάλου γκιˬόσ’ Ζαγόρ. 2) Ὁ μαστὸς Ἤπ. (Μαργαρ.): Δὲ ’ν ἀπολάγαμαν τὴ γκιˬόξη. Μαζωνομάσταν καὶ φυλαγομάσταν νὰ μὴ φαινόμασταν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA