βασιλοστύλαρον

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βασιλοστύλαρον

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βασιλοστύλαρον τό, βασιλοστούλαρον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ στυλάριν, παρ’ ὃ καὶ στουλάριν.

Σημασιολογία

Ὁ κυριώτερος στῦλος ὁ βαστάζων τὴν στέγην οἰκίας: ᾎσμ. Ὁσπίτ μ’, κάτ’ ’κὶ φλίνουστουν, στουλάρ μ’, κάτ’ ’κὶ κλαίτε κ’ ἐσὺ βασιλοστούλαρο μ’, κάτ’ ’κὶ σταλάζεις αἷμαν; (μοιρολ. κάτ’=κατὶ=διατί, φλίνουστουν=πενθεῖτε).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/