γκιˬουβεντίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬουβεντίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γκιˬουβεντίζω Ἰων. (Βουρλ.) γκιˬουβεντίζου Μακεδ. (Βογατσ. Πάγγ.) κ.ἀ. γιˬουβεdίζου Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρεκκλ.) Μέσ. κιˬουβεντίν-νουμου Λυκ. (Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. güvenmek=βασίζομαι.
Σημασιολογία
1) ’Ενεργ. καὶ μέσ., στηρίζομαι, βασίζομαι Θρᾴκ. (Κομοτ. Σαρεκκλ.) ᾿Ιων. (Βουρλ.): Ποῦ θὰ γκιˬουβεντιστῇ ἡ τράπεζα, νὰ μὲ δώσ’ δάνειο; ’Ιων. Γκιˬουβεντίστηκε ’ς τὴ σερμαγιˬά του (τὰ χρηματικὰ κεφάλαια) Βουρλ. ’Σ τὴ bαbᾶ τ᾽ τοὺ βιˬὸ gιˬουβιdίζ’ (βιˬὸς=περιουσία) Σαρεκκλ. Σὶ τὶ gιˬουβιdίζισι; Κομοτ. 2) Ἐνεργ. λαμβάνω θάρρος, τολμῶ, ἀποφασίζω Μακεδ. (Πάγγ.): Δὲ γκιˬουβεντίζου νὰ σπείρου 3) Ἐνεργ. καὶ μέσ. ’Επαίρομαι, καυχῶμαι Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βογατσ.): Τί, ἀρέ, γκιˬουβιντίζισι; Βογατσ. Συνών. ἀλαζονεύομαι, καυχε͜ιέμαι, περηφανεύομαι, φουσκώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA