γουρουνᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γουρουνᾶς ὁ, Ἀττικ. Βιθυν. (Πιστικοχ.) Μακεδ. (Φλόρ.) Πελοπν. (Αἴγ. Κλειτορ.) - Λεξ. Γαζ. (εἰς λ. χοιροβοσκὸς) Βλαστ. 285 Πρω. Δημητρ. γουρ᾽νᾶς Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ. Λιχὰς Στρόπον.) Μακεδ. (Βογατσ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) γ᾽ρουνᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Δοξᾶτ.) ᾽ουρουνᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶς.
Σημασιολογία
1) Ὁ χοιροβοσκὸς Ἀττικ. Βιθυν. (Πιστικοχ.) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ. Λιχὰς Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ. (Βογατσ. Δοξᾶτ. Φλόρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Αἴγ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) - Α. Ἐφταλ., Μαζώχτρ., 42 - Λεξ. Γαζ. (εἰς λ. χοιροβοσκὸς) Βλαστ. 285 Πρω. Δημητρ.: Εἶναι γουρ᾽νᾶς. Ξέρεις τί λεφτὰ βγάλ-λει; Βρύσ. Γουρουνᾶς δὲ bαί᾽ κανένας σήμιρα (δὲ bαί᾽ = δὲν ἀναλαμβάνῃ ἐπὶ μισθῷ) Πιστικοχ. Θὰ βάλουμε ᾽ς τὰ σπίτιˬα μας καὶ τὴν ψυχοπαίδα τῆς γουρουνοῦς Α. Ἐφταλ., ἔνθ᾽ ἀν. || Αἴνιγμ. Ὁ τράος πύργον ἤχτισε, | gιˬ ὁ βοῦς τὸν ἐθεμέλιˬωσε gιˬ ἀ᾽ τοῦ σιδέρου τὴν αὐλὴ | ὁ ᾽ουρουνᾶς ἐπέρασε (τὸ ὑπόδημα) Ἀπύρανθ. Συνών. βλ. εἰς λ. γουρουναρᾶς 2) Ὁ βόσκων τῆν γουρούναν εἰς τὴν ὁμώνυμον παιδιὰν (βλ. εἰς λ. γουρούνα 10) Πελοπν. (Αἰγ.) Συνών. γουρουναῖος, γουρουνάρης 2, γουρουνιˬάρης 2. 3) Ὁ ἄξεστος, ὁ ἀγροῖκος τοὺς τρόπους Εὔβ. (Βρὐσ.) Συνὠν. εἰς λ. γουρουνάνθρωπος 2. 4) Ὁ ἔμπορος χοίρων Πελοπν. (Κλειτορ.): Ἔρχονται οἱ γουρουνᾶδες μὲ λογῆς λογῆς γουρούνιˬα. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουρουνᾶς Ἀθῆν. Γουρ᾽νᾶς Εὔβ. (Αἰδηψ. Λιχὰς) Στερελλ. (Ἀράχ.) Γ᾽ρουνᾶς Ἤπ. (Μέτσοβ.) Μακεδ. (Λιτόχ. Σέρρ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. ᾽Σ τοῦ Γουρουνᾶ Μῆλ. Τοῦ Γ᾽ρουνᾶ τ᾽ ἀbέλι Πελοπν. (Μάν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA