ἀπανωγράφω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωγράφω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπανωγράφω σύνηθ. ’πανωγράφω Κρήτ. ’πανουγράφου Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ ρ. γράφω. Ἡ μετοχ. ἀπανωγραμμένα ἐν ’Ερωτοκρ. Ε 1539 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «θωρῶ πολλοὺς καὶ πεθυμοῦ κ᾿ ἔχω το ’γροικημένα, | νὰ μάθου τίς ἐκόπιασε εἰς τ᾿ ἀπανωγραμμένα».

Σημασιολογία

Γράφω εἰς τὸν λογαριασμὸν χρεώστου ποσὸν μεγαλύτερον τοῦ ὀφειλομένου σύνηθ.: Ὁ δεῖνα μπακάλης ἀπανωγράφει σύνηθ. Διˬακόσιˬες δραχμὲς μοῦ ᾿χενε ’πανωγραμμένες Κρήτ. Πουτὲ δὲν ψώ’σα ἀπ᾽ τοὺ δεῖνα χουρὶς νὰ ’πανουγράψ’ Αἰτωλ. Αὐτὰ δὲν τὰ πλιρώνου, εἶνι ’πανουγραμμένα αὐτόθ. Συνών. ἀπανωβάνω 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/