ἀσπρόσκουτο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόσκουτο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρόσκουτο τό, Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. σκουτί.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., τὰ λευκὰ ἐσώρρουχα: Πρέπει νὰ κάμουμε bουγάδα, γιˬατὶ ἔχουμε πολλὰ ἀσπρόσκουτα βρομερά. Συνών ἀσπρόρρουχο, ἀσπροσυρμή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA