ἀσπρόσυκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρόσυκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρόσυκο τό, ἀσπρόσυκον Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) ἀσπρόσυκο Θήρ. Ἰκαρ. Κρήτ. Νάξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Γέρμ. Μάν. Μεσσ.) κ.ἀ. ἀσπρόσ’κου Στερελλ. (Ναύπακτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. σῦκο.
Σημασιολογία
Εἶδος σύκου μὲ πράσινον καὶ λευκάζοντα κατὰ τὴν ὡρίμανσιν φλοιόν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA