ἀπανωδράνι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωδράνι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπανωδράνι τό, ἀμάρτ. ’πανωδράνιν Πόντ. (Οἰν.) ’πανωδράνι Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. δρανί.
Σημασιολογία
1) Σανὶς ὑπερκειμένη τῆς ἑστίας ἐπὶ τοῦ τοίχου καὶ χρησιμεύουσα ὡς θέσις διαφόρων σκευῶν Ἀμισ. 2) Ἡ πρὸς τὰ δεξιὰ καὶ πλησιέστερον τῆς ἑστίας μᾶλλον ηὐπρεπισμένη θέσις προωρισμένη διὰ τοὺς πρεσβυτέρους ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA