ἀπανωδρομὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπανωδρομὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπανωδρομὴ ἡ, ἀμάρτ. ’πανωδρομὴ Πελοπν. (Γέρμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. δρομή.
Σημασιολογία
Τὸ παραπάνω, τὸ ὑπὲρ τὸν δρόμον μέρος: Ηὗρα δυˬὸ πέτρες καταμεσῆς ᾿ς τὸ δρόμο καὶ τὲς ἔρριξα ᾿ς τήν ’πανωδρομή. Ἀντίθ. κατωδρομή.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA