βαστάγι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαστάγι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βαστάγι τό, βαστάγιν ΝΧαλᾶ Ποιήμ. 12 βαστᾶγι Δαρδαν Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ.) Κρήτ. Πελοπν. Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. βαστάι Εὔβ. (Πλατανιστ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ.) Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Ρόδ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.) κ.ἀ. βαστάκι Πελοπν. (Ἦλ.) Εὔβ. (Στρόπον.)-ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 77.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν οὐσ. βαστάγιν. Πβ. Εὐστάθ. 828,37 «τὸ δὲ κουλεὸν ἦν ἀργύρεον χρυσέοισιν ἀορτήρεσιν ἀρηρος, ὅ ἐστι χρυσοῦς ἔχον ἀορτῆρας ἤγουν ἀναφορεῖς καὶ ὡς ἄν τις εἴπῃ δημοτευόμενος βαστάγια ἢ κρεμαστῆρας».

Σημασιολογία

1) Ἅλυσις ἐκ τῆς ὁποίας κρέμαται ἡ κανδήλα πρὸ τῆς εἰκόνος Δαρδαν. Θρᾴκ. (Μάδυτ) Πελοπν κ.ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βασταγαρεὰ 4. 2) Ἅλυσις ἐκ τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται τὸ κλειδὶ ΝΧαλᾶς ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ποῦ ’σουνε τ’ ἀργυρὸν κλαδί, βαστάγιν ἀσημένιˬο, ποῦ ’σουν ν᾿ ἀνοίξῃς τὲς καρδιˬές, κορμί μου ζαχαρένιˬο; 3) Ὁ μίσχος τῶν καρπῶν καὶ τῶν φύλλων Eὔβ. (Αὐλωνάρ. Κύμ. Στρόπον.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βασταγιά 2. 4) Κρίκος ποιμενικοῦ κώδωνος διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται οὗτος ἀπὸ τὸ στεφάνι τοῦ λαιμοῦ τοῦ ζῴου Πελοπν. (Ἦλ.) ΔΛουκόπ. ἔνθ’ ἀν. β) Ὁ ἐσωτερικὸς κρίκος ποιμενικοῦ κώδωνος ἐκ τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶται τὸ γλωσσίδι Εὔβ. (Στρόπον.) 5) Σχοινίον λεπτὸν ἐν γένει διὰ τοῦ ὁποίου ἐξαρτᾶταί τι Κρήτ. Ροδ κ.ἀ.: Βαστάγια τοῦ ἀρραγοῦ Κρήτ. 6) Σάκκος ἐξαρτώμενος ἐκ τοῦ ὤμου κατὰ τρόπον ὥστε τὸ στόμιόν του νὰ εἰναι εἰς τὸ πρόσθιον μέρος τοῦ φέροντος αὐτὸν διὰ νὰ ἐμβάλῃ εἰς αὐτὸν ὅ,τι θέλει Στερελλ. (Ἀκαρναν.) 7) Δέμα ἐν γένει διὰ τοῦ ὁποίου δένεταί τι Κρήτ. Ροδ κ.ἀ.: Τὸ βαστάι τῶ μαλλιˬῶ-τοῦ σακκιˬοῦ κττ. Τὰ βαστάγιˬα τῶ bαπουτσῶ-τῶ στιβανιˬῶ κττ. 8) Πληθ., τὰ δέματα διὰ τῶν ὁποίων βαστάζεται τὸ δισκοειδὲς κάλυμμα τῆς κεφαλῆς τῶν γυναικῶν, ἡ λεγομένη τάπ ᾿λλα Πόντ (Οἰν.) 9) Ὁ περιβάλλων τὸ ἁλώνιον τοῖχος Πελοπν. (Ὀλυμπ.) 10) Προτείχισμα, φράκτης Μακεδ. (Χαλκιδ.) β) Τόπος θαμνώδης καὶ δύσβατος χρησιμεύων ὡς προτοίχισμα Μακεδ. (Χαλκιδ.) 11) Στήριγμα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) 12) Παράρτημα οἰκίας χρησιμεύων ὡς μάνδρα τῶν μεγάλων ζῴων, ἀγελάδων, ἡμιόνων κττ. Εὔβ. (Πλατανιστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/