βασταγιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασταγιˬὰ
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βασταγιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Μάν.) ἀβασταγιˬὰ ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 1,8.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βαστάγι καὶ. τῆς καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Βασταγὴ 2, ὃ ἰδ., ΑΜωραϊτίδ. ἔνθ’ ἀν.: Τὴν ἔβλεπαν νὰ φορτώνεται ἀβασταγιˬὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν δρόσον τὰ τρυφερὰ μάραθα καὶ τὰ δροσόπλαστα κρεμμυδάκιˬα. 2) Μίσχος Πελοπν. (Μάν.): Τά τσαμπιˬὰ κρέμουνται ἀπὸ τὴ βασταγιˬά τους. Συνών. βαστάγι 3, βασταγουρέα 1, κοτσάνι, οὐρά. β) Μεταφ. στήριγμα Πελοπν. (Μάν.): ᾎσμ. Ὁ ἀδελφὸς εἶναι σταυρὸς κιˬ ἄντρας εἶναι κορῶνα καὶ τό παιδί ’ναι βασταγιˬὰ καὶ τὰ βαστάει ὅλα. 3) Σωματικὴ δύναμις, ἀντοχὴ Πελοπν. (Μάν.): Δὲν ἔχω βασταγιˬὰ νὰ σηκώσω τόσο βάρος. Κόπηκε ἡ βασταγιˬά μου ἀπὸ τὸ πολὺ φόρτωμα. Δούλεψα σκληρὰ τόσα χρόνιˬα καὶ δὲν ἔχω πιˬὰ βασταγιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA