γκιˬοὺλ-μπαχτσὲς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬοὺλ-μπαχτσὲς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γκιˬοὺλ-μπαχτσὲς ὁ, Μακεδ. γκιˬουλ-μπαχτσὲς Ἤπ. Λεξ. Μπριγκ. gιˬούλ-bαχτσὲς Α. Ρουμελ (Σωζόπ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. γκιˬόλ-μπαχσὲς Μακεδ. (Γαλατ. Κηπουρ.) gιˬουλ-παχτσὲς Θρᾴκ. (Αἶν.) κιˬούλ-μπαχτὲς Μακεδ. κιˬούλ-παχτσὲς Θρᾴκ. γκιˬούλ-μπαξὲς Ἤπ. Μακεδ. (Πεντάπολ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Τῆλ. gιˬούλ-bαξὲς Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Κρήτ. (Νεάπ.) Σάμ. γκιˬούλ-παξὲς Προπ. (Μαρμαρ.) gιˬουρ-bαξὲς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬούλ-μπαχτσὲς Μακεδ. (Φυτ.) gιˬουλbαξοbαξὲς Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. gül-bahç = κῆπος. Ὁ τύπ. gιˬουλbαξοbαξὲς δι’ ἀναδιπλ. τοῦ θέμ. ἴσως δι’ οἰκονομίαν τοῦ στίχου.

Σημασιολογία

Κῆπος ρόδων, ἀνθόκηπος, ἔνθ’ ἀν.: ᾌσμ. Πέντι μῆνις γκιˬζιροῦσα μέσ’ ’ς τοὺ κιˬούλ-μπαχτὲ Μακεδ. Σέbηκα σὲ περιβόλι μέσ’ σὲ gιˬούλ-bαχτσέ, βρίσκω κόρη ποὺ κοιμᾶται μέσ’ ’ς τ’ τραdαφυλλιˬὲς Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Τὰ μάτιˬα σου ’ναι γκιˬούλ-μπαξές, τὰ φρύδιˬα σου γατάνι Τῆλ. Κεῖνος ποὺ σέρνει τὸ χορὸ νὰ τόνε πῶ τραγούδι, ποὺ εἶναι τὸ κορμάκι του τοῦ γκιˬούλ-μπαξὲ λουλούδι Προπ. (Μαρμαρ.) Φέρνει γυˬαλένιˬο μαστραπᾶ καὶ φιρφιρὶ κουμάρι, ’ς τὸν γκιˬούλ-μπαξὲν εὑρέθηκε, κρύο νερὸ νὰ πάρῃ αὐτόθ. Θὰ γένω gιˬούλ-bαξοbές, νὰ bῇς νὰ σιργιανίσῃς Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/