γκιˬουμέτσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκιˬουμέτσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκιˬουμέτσι τό, ἐνιαχ gιˬουμέτσ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) γιˬουμέτσ’ Θάσ. Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. gümeç = κηρήθρα.

Σημασιολογία

1) Κηρήθρα μελισσῶν ἔνθ’ ἀν. Συνών. μελόπιττα. 2) Δοχεῖον χωρητικότητος μιᾶς ὀκᾶς ἐντὸς τοῦ ὁποίου τοποθετοῦν κηρήθρας πρὸς πώλησιν Θάσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/