γκιˬούμι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκιˬούμι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκιˬούμι τό, Ἄθ. Βιθυν. (Νικομήδ.) Ἤπ. (Πάργ.) Νίσυρ. Χάλκ. gιˬούμι Κρήτ. γκιˬούμ᾽ σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. gιˬούμ᾽ Α. Ρουμελ. (Φιλιπποὺπ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) γκιˬούμ᾽ Μακεδ. (Ρουμλ.) γκλιˬούμ᾽ Προπ. (Μηχαν.) γιˬούμ᾽ Ἤπ. (Ριζοβ.) κιˬούμι Νίσυρ. γκίμ᾽ Θεσσ. (Ἀνατολ. Νερόμυλ.) γκιˬουγκιˬούμι Λεξ. Βλάστ. 337, 338 Δημητρ. γκιˬουγιˬούμι Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Δημητρ. γκουγιˬούμ᾽ Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 155 gουgιˬούμ᾽ Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Τσακίλ.) γκιˬουγούμι Βιθυν. Πελοπν. (Λάμπ.) - Λεξ. Περίδ. gιˬουγούμι Κρήτ. gιˬουγούμ᾽ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) γκιˬουλούμ᾽ Προπ. (Ἀρτάκ.) γκιγιˬούμι Π. Παπαχριστοδ., Χαμέν. κόσμ., 84 γκιγούμ᾽ Ἤπ. (Κρυοπ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) γιˬουγούμι Κρήτ. - Λεξ. Περιδ. Λεγρ. Μπριγκ. γιγούμι Κρήτ. (Κίσ. Μουστάκ. Νεάπ. Ρέθυμν.) γιγούμι Κρήτ. γιˬουρούμι Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) τζιˬουγούμι Πελοπν. (Κερπιν.) νιγούμι Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ᾽χούμ᾽ Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ. güyüm, παρὰ τὸ ὑπ. καὶ güüm = ὑδρία.
Σημασιολογία
1) Δοχεῖον ἐκ χαλκοῦ, ψευδαργὺρου ἢ λευκοσιδήρου στενὸν ἄνω καὶ φαρδὺ κάτω μετὰ λαβῆς ἢ δίωτον χρησιμεῦον διὰ τὴν μεταφορὰν ὕδατος ἢ γάλακτος σὺνηθ. βορ. ἰδιωμ. Κρήτ. (Κίσ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Νίσυρ. Χάλκ.: Γιˬόμισ᾽ τοὺ γκιˬούμι νιρὸ γιˬὰ νὰ πιˬοῦμι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κόμπους νιρὸ δὲν ἀπόμ᾽κι στοὺ γκιˬούμ᾽ (κόμπους = καθόλου) Μακεδ. (Κοζ.) ᾽Πὲ τὸ gιˬουγιˬούμ᾽ μας πί᾽ (᾽πε = ἀπὸ) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Τοῦ κρέ᾽ ἡ νόνα του νὰ πάῃ νὰ γεμώσῃ τὸ γκιˬούμι νερὸ (τοῦ κρένει = τοῦ λέει, νόνα = γιαγιὰ) Ἤπ. (Πάργ.) Πᾶρι τοὺ γκιˬούμ᾽ κὶ τοὺ λαγύ᾽ κὶ τραύα ᾽ς τοὺ πηγάδ᾽ Μακεδ. (Ρουμλ.) Σῦρ᾽ νὰ φέρ᾽ς τὰ γκιˬούμιˬα νὰ πάρ᾽ς τοὺ γάλα Προπ. (Μαρμαρ.) ᾽Èν ἔχου μbιˬὸ γάλα οἱ κατσίκες. ἴσα-ἴσα ποὺ μισάτωσε τὸ γκιˬούμι Νίσυρ. ᾽Σ τὰ γκιˬούμιˬα ἀδειάζ᾽νι τὰ καρδάριˬα, ᾽ς τὰ γαλόγκιˬουμα Θεσσ. (Νερόμυλ.) || Φρ. Νὰ πάρ᾽ς τὰ γκιˬούμια (εἴθε νὰ ἀναγκασθῇς ἐκ τῆς ἐνδείας νὰ ὑδροφορῇς ἀμειβομένη. ἀρὰ) Μακεδ. (Βογατσ.) Ρίχ᾽ μὶ τοὺ γκιˬούμ᾽ (βρέχει καταρρακτωδῶς) Μακεδ. (Κοζ.). Συνών. φρ. ρίχνει μὲ τὸ τουλούμι. Ἔ του κιφά᾽ γκιˬούμ᾽-σὰ γκιˬούμ᾽ Μακεδ. (Βλάστ.) β) Μεταφ., ὁ παχὺς ἄνθρωπος Πελοπν. (Κερπιν. Λάμπ.): Μοῦ ᾽γινε τζιˬουγούμι Κερπιν. γ) Ὅμοιον δοχεῖον χωρητικότητος δέκα ἕως δώδεκα ὀκάδων, μέτρον ὑγρῶν Θεσσ. (Καλαμπάκ. Νευροπ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Μουστάκ.): Πόσα γκιˬούμιˬα κρασὶ ἔβγαλες; Καλαμπάκ. Ἔβγαλαν οἱ ἐλιˬές μας τρία γιγούμιˬα λάδι Μουστάκ. δ) Μετάλλινον ἢ πήλινον δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον ἀμέλγουν Νίσυρ. 2) Δοχεῖον ἐκ λευκοσιδήρου ἢ χαλκοῦ εἰς τὸ ὁποῖον διατηρεῖται θερμὸν ὕδωρ διὰ τὸ βράσιμον καφὲ εἰς τὰ καφενεῖα ἢ πρὸς ἄλλας χρήσεις, θερμαντὴρ Ἄθ. Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σουφλ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεωργ. Νεάπ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Σάμ. (Μαραθόκ.) κ.ἀ. – Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ.: Ἔβαλα τοὺ γκιˬούμ᾽ ᾽ς τ᾽ φουτιˬὰ νὰ γέ᾽ τοὺ ιρὸ Ζαγόρ. Σκάλιζε τὸ μπρούντζινο μαγκάλι μὲ τὴ χόβολη ἀναμμένη καὶ τὸ μπακιρένιˬο γκιγιˬούμι νὰ χαρχαλίζῃ Π. Παπαχριστοδ., ἔνθ᾽ ἀν., 84. β) Μικρὸν δοχεῖον πρὸς παρασκευὴν τοῦ καφὲ Ἤπ. (Μαργαρ. Τσαμαντ.) Μακεδ. (Ἄσσηρ.) - Λεξ. Δημητρ. Συνών. κουκούμι, μπρίκι. γ) Χαλκοῦν κὺπελλον Προπ. (Ἀρτάκ.): Συγύρισες, μαρή; Τά ᾽πλυνες τὰ πιˬάτα, τὰ γκιˬουλούμιˬα, τὰ τσανάκιˬα; 3) Ποτιστήρι Μακεδ. (Πεντάπ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τὺπ. Γκιˬούμιˬα Θρᾴκ. (Ἀλμ. Λαγοθῆρ.) Γκιˬούμω Μακεδ. (Βόιον).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA