ἀπανωκαμίλλαυκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκαμίλλαυκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκαμίλλαυκο τό, σύνηθ. ἀπανωκαμπίλλαυκο Ἰόνιοι Νῆσ. ἐπανωκαλύμμαυχο Ἀθῆν. ἀπανωκαλύμμαυχο Κωνπλ. ἀπανουκαλύμμαυχου Θράκ. (Αἶν.) ’πανωκαμίλλαυκο Ρόδ. ’πανωκαλύμμαυκο Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. καμιλλαύκι.

Σημασιολογία

Τὸ ὑπὸ ἀρχιερέων, ἀρχιμανδριτῶν καὶ μεγαλοσχήμων μοναχῶν φερόμενον ἐπὶ τοῦ καμιλλαυκίου κουκούλλιον ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. ᾽Εβάλαν καὶ τσῆ ἀρκούδας ἀπανωκαμπίλλαυκο (ἐπὶ τῶν παρ’ ἀξίαν καταλαμβανόντων μεγάλα καὶ σεμνὰ ἀξιώματα) Ἰόνιοι Νῆσ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/