βαστάζως
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαστάζως
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βαστάζως ὁ, Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πάρ. κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. Δημητρ. βαστάζους Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ βαστάζων μετοχ. τοῦ ρ. βαστάζω, δι’ ὃ ἰδ. βαστῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,120.
Σημασιολογία
1) Ἀχθοφόρος ἔνθ’ ἀν. Συνών. βασταγάρις, χαμάλης β) Μεταφ. βάναυσος, χυδαῖος Κεφαλλ. 2) Ὁ φορτωμένος ἵππος Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA