βάσταμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάσταμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βάσταμα τό, βάσταγμα Θρᾴκ. βάσταγμαν Πόντ. (Κερασ.) βάσταμα σύνηθ. βάσταμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ.)-βάστηγμα πολλαχ. βάστημα Λεξ. Δημητρ. (λ. βάσταγμα) βάστημ-μα Εὔβ. (Κουρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βάσταγμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ βαστάζῃ τις κἄτι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Δὲν κάνει καλὸ βάσταμα (δὲν κρατεῖ καλῶς) σύνηθ. β) Τὸ ὑπ’ ἀνθρώπου ἢ ζῴου βασταζόμενον φορτίον, τὸ ποσὸν ποῦ δύναται νὰ φέρῃ εἰς τὴν ράχιν του ἀνθρωπος ἢ ζῷον ᾿Ηπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ: Φουρτώθ’κι κ’ ἔφιρι ἕνα βάσταμα ξύλα Αἰτωλ. γ) Τὸ σχοινίον μὲ τὸ ὁποῖον φέρει τις φορτίον Πελοπν. (Βασαρ.): Μὲ τὸ βάσταμα τἁ πουρνάρια φορτωμένη ’ς τοὶς πλάτες. δ) Ὑποστήριγμα Κύπρ. 2) Ἀντοχή, στερεότης, δύναμις Ἴμβρ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Σκόπ.: Κά’ βάσταμα ᾿ς τοὺ πάλιμα Σκόπ. Βάσταμα ἁπὄκαμι αὑτὸ τοὺ ζιβγάρ’ τὰ παπούτσια, μπιζέρ’σα νὰ τὰ φουρῶ (μπιζέρ’σα=βαρέθηκα) αὐτόθ. 3) Διάρκεια Λῆμν.: Βάσταμα πλεˬὰ οἱ βουρεˬᾶδις φέτου, δὲ ’γροικήσαμι καλουκαιρ’. 4) Προθεσμία Κύπρ. 5) Ὑπομονὴ Πόντ. (Κερασ.) Πβ. Βασταμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/