ἀπάνω-κάτω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνω-κάτω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνω-κάτω ἐπίρρ. ἐπάνου-κάτου Πόντ. (Κερασ.) ἀπάνω-κάτω κοιν. ἀπάνου-κάτου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπάν᾿-κάτ᾿ Β. Εὔβ. Στερελλ. (Ἀρτοτ.) ταπάνω-κάτω Ρόδ. ταπάνου-κάτου Λέσβ.’πάνω-κάτω σύνηθ. ’πάνου-κάτου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ κάτω.
Σημασιολογία
1) ᾿Εδῶ καὶ ἐκεῖ, τῇδε κἀκεῖσε κοιν.: Τρέχω ἀπάνω-κάτω. 2) Περίπου, σχεδὸν κοιν.: Ἀπάνω-κἀτω δέκα ὀκάδες-δυˬὸ ὧρες-χίλιˬες δραχμὲς-μεσάνυχτα κοιν.: Πῆγι τ᾿ς αὐγὲς ἀπάνου-κάτου Λέσβ. ’Πάνου-κάτου ἔτσ’ θὰ εἶνι Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. *ἀπάνω-ἀποκάτω 2. 3) Φύρδην μίγδην Λέσβ. Πόντ. (Κερασ.): ᾿Επάνου-κάτου ἔφτσεν τ᾿οσπίτι μ᾿ Κερασ. || Φρ. Ἔφερέ μας ταπάνω-κάτω (μᾶς κατέστρεψε) Ρόδ. Συνών. *ἀπάνω-ἀποκάτω 3. Συνών. ἄνω-κάτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA