ἀπανωκάτωφλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπανωκάτωφλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπανωκάτωφλο τό, Κάρπ. ’πανωκάτωφλο Κάσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. ἀπάνω καὶ τοῦ οὐσ. κατώφλι.

Σημασιολογία

Ἡ ἄνω φλιὰ τῆς θύρας ἔνθ’ ἀν.: Γνωμ. Τὸ Μάρτι ξύλα φύλαε ὥς τ᾿ ᾿Απριλιˬοῦ τοὶς δώδεκα νὰ μὴ κάψῃς τσαὶ τὰ ’πανωκάτωφλά σου Κάσ. || ᾎσμ. Νά ’μου πουλλὶ πετάμενο νά ’ρθω ’ς τὴ γειτονιά σου, θά ᾿χτιζα τὴ φωλίτσα μου ᾿ς τ’ ἀπανωκάτωφλά σου. Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/