ἀπάνω-κ’ ἔσω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπάνω-κ’ ἔσω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπάνω-κ’ ἔσω ἐπίρρ. ἀπαγκέσ’ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπαντέσ’ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς ἐπιρρηματ. συνεκφορᾶς ἀπάνω κ’ ἔσω.
Σημασιολογία
1) Κατὰ τὰ ἄνω, πρὸς τὰ ἄνω ἔνθ’ ἀν.: Ἀπαγκέσ’ ’ς σὰ ραία (ἐπάνω εἰς τὰ βουνὰ) Χαλδ. 2) Εἰς τὸ ἐπάνω μέρος, ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, ἐπάνω ἔνθ’ ἀν.: Ἀπαγκέσ’ ’ς σὸ νερὸν πλεύ’ τὸ ξύλον (ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος πλέει τὸ ξύλον) Τραπ. Πορπατεῖς ἀπαντέσ’ ’ς σὸ όν᾿ (ἐπάνω εἰς τὸ χιόνι) Ὄφ. || Παροιμ. φρ. Ἅμον ζοῦ ἄλειμμαν ἔρται ἀπαγκέσ’ (ἐπιπολάζει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ὅπως τὸ λίπος τοῦ ζῴου. Ἐπὶ ἐνόχου κατορθοῦντος νὰ συγκαλύψῃ τὴν ἐνοχήν του) Πόντ. β) Ἐνάρθρως ὡς οὐσ., ἡ ἐπιφάνεια Πόντ. (Χαλδ.): Τῆ νεροῦ τ᾽ ἀπαγκέσ’. Τῆ γαλατί’ - τῆ ’ξυγαλί’ τ᾽ ἀπαγκέσ’ (τοῦ γάλακτος-τοῦ ὀξυγάλακτος τὸ καϊμάκι). 3)’Επιπολαίως, ἐπιτροχάδην Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἀπαγκέσ᾿ εἶπ᾽ ἀτο Τραπ. Δεβάζω ἀπαγκέσ’ Χαλδ. ‖ Φρ. Ἀοῦτος ἄθρωπον ἀπαγκέσ’ ἔν’ (εἶναι ἐπιπόλαιος) Τραπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA