γουρουνοκαυκαλίδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνοκαυκαλίδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρουνοκαυκαλίδα ἡ, Πελοπν. (Βερεστ. Δίβρ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γουρ᾽νοκαυκαλίδα Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Δίβρ. Γαργαλ. κ.ἀ.) γουρ᾽νοκαυκαλίδρα Πελοπν. (Βερεστ. Χώρα Τριφυλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ καυκαλίδα. Ὁ τύπ. γουρ᾽νοκαυκαλίδρα ἔλαβεν τὸ ρ ἀναλογ. πρὸς τὸ γουρ᾽νοκαυκαλήθρα. Περὶ ἂναπτὐξεως ρ δι᾽ ἀναλογίαν βλ. Φ. Κουκουλ., Ἀθηνᾶ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ., 87 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Τὸ φυτὸν Τορδύλιων τὸ μέγα (Tordylion maxinum) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδιοφόρων (Umbelliferae) Πελοπν. (Βάλτ. Δίβρ. Γαργαλ. Παιδεμέν. Ποταμ. Χώρα Τριφυλ. κ.ἀ.): Θὰ μαζώξω καὶ γουρ᾽νοκαυκαλίδες γιˬὰ τὴ λαχανόπιττα Γαργαλ. 2) Τὸ φυτὸν Τορδύλιον τὸ φαρμακευτικὸν (Tordylium officinale) τῆς οἰκογ. ἐπίσης τῶν Σκιαδιοφόρων (Umbelliferae) Πελοπν. (Βερεστ. Ποταμ. κ.ἀ.) Ἐπῆγα καὶ μάζεψα ᾽να σακκούλι γουρ᾽νοκαυκαλίδρες καὶ θὰ φκε͜ιάσουμε ὀματιˬὰ Βερεστ. Συνών. μοσκοχάλανο, μοσκοπαππαδιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA