βατίστα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατίστα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βατίστσα ἡ, κοιν. μπατίστα σύνηθ. bατίστα πολλαχ πατίστα Κρήτ. Πελοπν. (Αἴγ. Τριφυλ.) Σῦρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Γαλλ. batiste.

Σημασιολογία

Ὕφασμα λινοῦν λεπτόν, πυκνῶς ὑφασμένον καὶ ἀρίστης ποιότητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/