γουρουνοκονίδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοκονίδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνοκονίδα ἡ, Σ. Καρτεσ., Ὑποφ. Βουλ., 11 γουρ᾽νουκό᾽δα Στερελλ. (Βαρετάδ. Μεσολόγγ. Ναύπακτ. Σπάρτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ κόνιδα.

Σημασιολογία

1) Ἡ κονίς, τὸ ᾠὸν τῶν φθειρῶν τοῦ χοίρου Στερελλ. (Βαρετάδ. Μεσολόγγ. Ναύπακτ. Σπάρτ. κ.ἀ.) 2) Μεταφ., εὐτελής, ἀσήμαντος Σ. Καρτεσ., ἔνθ᾽ ἀν.: Βρέ, ποῦ ᾽ς τὸ διˬάβολο τὰ ξετρυπώσατε τόσα πράγματα, μπρὲ διˬαβόλου γουρουνοκόνιδες;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/