βάτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βάτος ὁ, (I) σύνηθ. βάτους βόρ. ἰδιώμ. βάdο Ἀπουλ. βάτε Τσακων. σβάτος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ Κουρ.) βάρτος Σίφν. ἀβάτος Δαρδαν Ζάκ. Θρᾴκ. ἀβάτους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. βάτο τό, πολλαχ. βάτου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Βάτσο Κεφαλλ.Κρήτ. βάτα ἡ, Χίος βάλτα Σαμοθρ. Πληθ. βάτιˬα Εὔβ. (Στρόπον.) Σάμ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἡ βάτος. Περὶ τῆς μεταβολῆς τοῦ γένους ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,66. Τὸ σβάτος ἐκ τῆς αἰτιατ. τοῦ πληθ. τοὺς βάτους-τοὺς σβάτους ἐκ πλημμελοῦς χωρισμοῦ. Τὸ βά τσο κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ βάτσινο, τὸ δὲ βάλτα ἐκ παρετυμ. πρὸς τὸ βάλτος.
Σημασιολογία
1) Εἴδη τοῦ φυτοῦ βάτου (rubus) τῆς τάξεως τῶν ροδωδῶν (rosacease), συνών. βατεὰ 1, βατὶν 1, *βατινεˬά, βατόδεντρον, βατομουρεˬά, βατουλλεˬὰ 1, βατσινεˬά, α) Βάτος ἡ θαμνώδης (rubus fructicosus) ἡ ἰδίως βάτος τῶν ἀρχαίων, ἡ κατ’ ἐξοχὴν Ἑλληνικὴ βάτος, τῆς ὁποίας ὑπάρχουν δύο ποικιλίαι, βάτος θαμνώδης ἡ Ἀνατολικὴ (rubus fructicosus Anatolicus) καὶ βάτος θαμνώδης ἡ ἱερὰ (rubus fructicosus sanctus) ἔνθ’ ἀν. β) Βάτος ἡ γναφαλώδης (rubus fructicosus tomentosus) ἔνθ’ άν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τὐπ. Βάτος Ἄνδρ. Κέρκ. Κέως Κρήτ. Κύπρ. Μῆλ. Παξ. Χίος, Βάτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) Βάτο Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) Βάτοι Κάρπ. Βάτα Θρᾴκ. (Αὐδήμ.) Πελοπν. (Γορτυν. Μάν.) || Μεταφ. ἄνθρωπος πλεονέκτης Σάμ. 2) Εἴδη ροδῆς τῆς τάξεως τῶν ροδανθῶν (rosaceae) α) Ροδῆ ἡ κυνορροδῆ, συνών. ἀγριοτριανταφυλλεˬὰ 1, ὃ ἱδ. β) Ροδῆ ἡ ἀειθαλής, συνών. ἀγριοτριανταφυλλεˬὰ 2, ὃ ἰδ. 3) Τὸ ἀκανθῶδες φυτὸν μύρτος ἡ κοινὴ (myrtus communis) τῆς τάξεως τῶν μυρτωδῶν (myrtaceae) Σκῦρ. 4) Πᾶν φυτὸν ἀκανθῶδες Νισυρ. 5) Βούκεντρον Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA