γκλαβανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλαβανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκλαβανίζω ἐνιαχ. gλαανίζ-ζω Κῶς κλιβανίζω Θήρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὑσ. γκλαβανή, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. γκλαανή.

Σημασιολογία

1) Εἰσάγω τὰ ἄχυρα ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ ἀχυρῶνος, ὴ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ δίνω μέρος αὐτοῦ, ὠθῶν αὑτὰ διὰ τῆς διχάλης οὕτως, ὥστε νὰ καταλάβουν ὁλόκληρον τὸν χῶρον τοῦ ἀχυρῶνος) Κῶς: Πάω νὰ γκλαανίσω τ᾽ ἄχερο. 2) Τοποθετῶ ἀντικείμενον εἰς κρύπτην Θήρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/