γκλαβάνισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκλαβάνισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γκλαβάνισμα τό, ἐνιαχ. gλαάνισμα Κῶς.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γκλαβανίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ. gλαανίζ-ζω.
Σημασιολογία
Ἡ εἰσαγωγὴ τῶν ἀχύρων ἀπὸ τὴν ὀπὴν τοῦ ἀχυρῶνος, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὸ ἄνω μέρος αὐτοῦ, μὲ τὴν βοήθειαν διχάλης οὕτως, ὥστε νὰ καταλάβουν αὐτὰ ὁλόκληρον τὸν χῶρον τοῦ ἀχυρῶνος ἕνθ᾽ ἀν.: Τοῦ ᾽καμα ἕνα gλαάνισμα! Κῶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA