γουρουνόλιγδα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόλιγδα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουρουνόλιγδα ἡ, ἐνιαχ. γουρ᾽νόλιγδα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βόιον).

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ λίγδα.

Σημασιολογία

Τὸ χοίρειον λίπος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔπιρναν τοὺ τηγά᾽ τοῦ σπιτουνοικουκύρ᾽, τό ᾽βαναν ᾽ς τ᾽ φουτιˬά, ἤπιρναν κὶ γουρ᾽νόλιγδα κὶ ζ᾽μάτ᾽ζαν τοὺ νοικουκύρ᾽ νὰ φανιρώσ᾽ τὰ γρόσα Μακεδ. (Βόιον). Συνών. εἰς λ. γουρουνόγλινα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/