γκλαβίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλαβίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γκλαβίζω Πελοπν. (Βαλτεσιν. Λαγκάδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γκλάβα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ίζω.

Σημασιολογία

1) Κοιτάζω, παρακολουθῶ, προσέχω, ἐννοῶ (ἐκ τῆς συνθηματικῆς γλώσσης τῶν κτιστῶν) Λαγκάδ.: Γκλαβίστε τὴ δουλε͜ιά σας. ἔρχεται ὁ κερὲς (ἀφεντικόν). β) Μόλις διακρίνω Βαλτεσιν. Συνών. διακρίνω, διχάζω, ζαρίζω, ξανοίγω, ξεδιˬακρίνω, ξεκρίζω, ξεδιαλύνω, ξεχωρίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/