γκλάντολα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκλάντολα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκλάντολα ἡ, ἐνιαχ. gλάdολα Ζάκ. γράdολα Ζάκ. γράdουλα Ζάκ. Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. γλάνδουλα καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ὀψίμου Λατιν. glαndulα = ἀδην. Βλ. Μεούρσ. εἰς λ. γλάνδουλα.
Σημασιολογία
1) Οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες τοῦ λαιμοῦ Κέρκ.: Τοῦ φουσκώσανε οἱ γράdουλες. Πβ. Εὐμήλου (3ου αἰ. μ.Χ.) Ἱππιατρ. 1, 16: «ἐὰν συμβῇ ζῴῳ ἔχειν παρωτίδας ἢ χοιράδας, ἅσπερ τινὲς ἰδιώτερον γλανδούλας προσαγορεύουσιν». 2) Τὸ μέρος τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται γύρω ἀπὸ τὴν ρῶγα τοῦ μαστοῦ Ζάκ.: Ἡ γράdολα τοῦ σφουγγαριοῦ (σφουγγάρι = τὸ ἐσωτερικὸν τοῦ μαστοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA