γουρουνομύτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνομύτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουρουνομύτης ἐπίθ. Πελοπν. (Βάχλ. Βούτσ. Γορτυν.) Σῦρ - Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλ., 208 - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γ᾽ρουνομύτης Ἤπ. (Θεσπρωτ.) γουρ᾽νομύτης Πελοπν. (Αἴγ. Γαργαλ. Γορτυν. Κοντογόν. Σουδεν. Φιγάλ.) - Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 32 Α. Τανάγρ., Ἄγγελ. ἐξολοθρ., 60 Χ. Χρηστοβασ., Ἀγῶν., 102 - Λεξ. Βλαστ. 386 Πρω. Δημητρ. γουρ᾽νουμύτης Ἤπ. γουρ᾽νουμύτ᾽ς Εὔβ. (Στρόπον.) Θεσσ. Στερελλ. (Δεσφ. Κολάκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ μύτη.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἔχων μύτην προσομοιάζουσαν πρὸς τὴν τοῦ χοίρου. Ἡ λ. συνήθ. ὑβριστικὴ κατὰ τῶν Τούρκων ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄ, κακὸ νά ᾽χῃ οὑ γουρ᾽νομύτ᾽ς Εὔβ. (Στρόπον.) Θὰ τοὺς φᾶμε τοὺς γουρ᾽νομύτηδες. Θὰ τοὺς πᾶμε κυνηγῶντας ὥς τὴν Κόκκινη Μηλιˬὰ Πελοπν. (Αἴγ.) Μὴν καῖτε τὰ φουσέκιˬα ἀδίκως μ᾽ αὐτὸν τὸ γουρ᾽νομύτη (ἐνν. τὸν Τοῦρκον) Μακρυγ., Ἀπομν. 2, 32. Ποῦ ξετρύπωσαν μὲ τέτο͜ιον καιρὸ οἱ γουρ᾽νομύτες; Α. Τανάγρ., Ἄγγελ. ἐξολοθρ., 60. || ᾎσμ. Τὸ ποῦ ᾽στε, παλληκάριˬα μου, παλιˬοί μου μπουλουκτσῆδες, ἀντέτε πιˬάστε, κάμετε ᾽ς αὐτοὺς τοὺς γουρ᾽νουμύτες Ἤπ. Συνών. εἰς λ. γουρουνομούρης. 2) Ὁ ἀγροῖκος Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν.): Αὐτὸς εἶναι μεγάλος γουρ᾽νομύτης Γαργαλ Συνών. εἰς λ. γουρουνάνθρωπος 2. 3) Ὁ ἀκάθαρτος Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν.) 4) Ἡ λ. καὶ ὡς οὐσ., ὁ ἰχθὺς τῶν γλυκέων ὑδάτων Χονδρόστομος ὁ ρίνων (Chondrostomus masus) τῆς οἰκογ. τῶν Κυπρινιδῶν (Cyprinidae) Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλ., 208 Π. Οἰκονομίδ., Κατάλογ. ἰχθ. Ἑλλάδ., Πρακτ. Ἰνστ. Ὠκεαν. - Ἁλιευτ. ἐρευν. 11 (1979), 461. Συνών. ἀσπρόψαρο, μπουρνόψαρο, σκουμπούζι, συρτάρι, σύρτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/