γουρουνόξυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνόξυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουρουνόξυλο τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νόξυλου Στερελλ. (Λαμ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γουρούνι καὶ ξύλο.

Σημασιολογία

Ράβδος διὰ τῆς ὁποίας παίζεται ἡ παιδιὰ γουρούνα, τὸ ὁπ. βλ. εἰς λ. γουρούνα 12.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/