βατραχιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατραχιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βατραχιˬάζω ἀμάρτ. βαθρακιˬάζω Κρήτ. Τῆν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βατράχι ἢ βάτραχος.

Σημασιολογία

1) Διαιτῶνται ἐν ἐμοὶ βάτραχοι, ἐπὶ ὕδατος λιμνάζοντος Τῆν. 2) Γεννῶνται ἐν ἐμοὶ σκώληκες, ἐπὶ ἀλεύρου πεπαλαιωμένου Κρήτ. 3) Μεταβάλλομαι εἴς θρόμβους, ἐπὶ ὑγρῶν Κρήτ.: ᾿Εβαθράκιˬασε τὸ αἷμά του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/