γκλόρια

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκλόρια

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γκλόρια ἡ, πολλαχ gλόρια Νάξ. ὀgλόρια Νάξ. Γλόρια Ζάκ. Σῦρ. ὀγλόρια Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἰταλ. gloriα = δόξα.

Σημασιολογία

1) Ἡ κατά την πρωίαν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου ἀκολουθία τῆς «πρώτης Ἀναστάσεως», ἡ ὁποία ἐτελεῖτο ἐπὶ Ἑνετοκρατίας εἰς τὸν τότε καθολικὸν μητροπολιτικὸν ναὸν τῆς Θεοτόκου της Ζακύνθου, κατὰ δὲ τοὺς νεωτέρους χρόνους εἰς τὸν ὀρθόδοξον μητροπολιτικὸν ναὸν (ἀπὸ τὸ ψαλλόμενον εἰς τοὺς καθολικοὺς ναὸν «gloria in excelsis deo…») Ζάκ. Συνών. κομμάτι. 2) Μεταφ., ὡραιότης, τέρψις Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ.: Ὤχ, ὀμορφοστολισμένο πού ᾽dὸ σπίτι σας! μιὰν ὀγλόρια εἶναι! Ἀπύρανθ. Ὤ, μάτι μὴ dόνε πιˬάσῃ, ἔξυπνος πού ᾽ναι, μιˬὰν ὀγλόρια! αὐτόθ. Ὤ μάθιˬα μου, καὶ δὲν εἶναι μιˬὰν ὀγλόρια τὰ ὅσα λέει; αὐτόθ. Δὲν εἶσαι, μάθιˬα μου, μιˬὰν ὀγλόρια, μόνου ᾽σαι δυˬὸ-τρεῖς ὀγλόριες (εἰρων.) αὐτόθ. Θὰ περάσωμε μιˬὰ γλόρια (πολὺ εὐχάριστα) Σῦρ. Συνών. φρ. μιˬὰ χαρά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/