ἀστραγαλιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀστραγαλιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀστραγαλιˬάζω ἀμάρτ. ἀστρααλιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ’στρααλιˬάζω Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀστράγαλος.
Σημασιολογία
Ι) Ἐπιδιορθώνω τὸ περὶ τοὺς ἀστραγάλους καὶ τὴν πτέρναν μέρος τῆς κάλτσας Νάξ. (’Απύρανθ.): Φαώθηκα ν᾽ ἀστρααλιˬάζω τσοὶ κάρτσες. ΙΙ) ᾿Αποκτῶ ἐξογκώματα περὶ τὸν λαιμὸν Θήρ. Συνών. ἀστραγαλιδιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA