γκογκόβι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκογκόβι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Αρσενικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γκογκόβι τό, Σῦρ. Βιθυν. (Νικομήδ.) κοκόβ᾽ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἀρμεν. gogov = ὄρχεις. Ἡ λ. αὐτή σχετίζεται μετὰ τῆς Ἑλλην. κόκκος.

Σημασιολογία

1) Ὄρχις ἔνθ᾽ ἀν.: Αὐτός, ρέ, εἶναι μάστορας μὲ γκογκόβιˬα Σῦρ. Συνών. ἀγγε͜ιὰ (βλ. ἀγγειὸ 6), ἀμάλαγα (βλ. ἀμάλαχτος 2γ,) ἁμαρτωλὰ (βλ. ἁμαρτωλὸς Β2), ἀμελέτητα (βλ. ἀμελέτητος 1ιθ), ἀμίλητα (βλ. ἀμίλητος Β5), ἀρχίδιˬα (βλ. ἀρχίδι 1), ἀρχοντικὰ (βλ. ἀρχοντικὸς Β4), ἀρχοντοπούλα (βλ. ἀρχοντόπουλο 4), ἀρχουντᾶδις (βλ. ἄρχοντας Β2), ἀσβάχιˬα, ἀχαμνὰ (βλ. ἀχαμνὸς Γ2β), γείτονας, γιˬορντανούλια (βλ. γιˬορντανούλι), διδύμιˬα, κάκκαλα, καμπανέλιˬα, κατσάκιˬα, κατσαμπανέλιˬα, κακατσαμπάνιˬα, κλαμπατσίμπαλα, κογιˬόνιˬα, λιˬόκιˬα, παπάριˬα, τρυφερὰ (βλ. τρυφερός), τρυφερούλιˬα (βλ. τρυφερούλης). 2) Κάρυον τοῦ ὁποίου ἔχει ἀφαιρεθῆ τὸ ἐξωτερικὸν πράσινον περίβλημα Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/