γουρουνόπικο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνόπικο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουρουνόπικο τό, ἐνιαχ. γουρ᾽νόπ᾽κου Μακεδ (Ἄνω Κώμ. Σιάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -όπικο, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 29 (1917), 215.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς χοῖρος ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. είς λ. γουρουνάκι 1. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουρ᾽νόπ᾽κου Μακεδ. (Ἄνω Κώμ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA