γκόλιˬαβος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκόλιˬαβος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γκόλιˬαβος ἐπίθ. ἐνιαχ. γκόλιˬαβους Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Μέγα Μοναστήρ. Σιναπλ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Κρυόβρ. Σταυρ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βόιον, Γαλατ. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δάφν. Δεσκάτ. Δοξᾶτ. Δρυμ. Ἐπανομ. Ἐράτυρ. Θεσσαλον. Καταφύγ. Κίτρ. Κοζ. Λόφ. Μελίκ. Μοσχοπόταμ. Πεντάπολ. Ριζώματ. Σιάτ.) ἀγκόλιαβους Μακεδ. (Καταφύγ.) γκόλαβους Θεσσ. gόλαβους Θεσσ. γκόλιβους Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) ἀγκόλαβους Μακεδ. (Καταφύγ.) γκούλιˬαμπους Μακεδ. (Καστορ.) γκολιβὸς Θρᾴκ. (Καρωτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκόλιˬος καὶ τῆς σχετλιαστικὴς παραγωγ. καταλ. -αβος, ἄν μὴ ἀπ᾽ εὐθείας ἐκ τοῦ Σλαβ. golovr, διὰ τὸ ὁπ. βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 23.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ τελείως γυμνός, ὁ ἀπεψιλωμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων, ἀντικειμένων Α. Ρουμελ. (Καβακλ. Μέγα Μοναστήρ. Σιναπλ.) Θεσσ. (Κρυόβρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Καρωτ. Σουφλ.) Μακεδ. (Βελβ. Βόιον, Γαλατ. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δαφν. Δεσκάτ. Δοξᾶτ. ᾿Επανομ. Ἐράτυρ. Θεσσαλόν. Καταφύγ. Κοζ. Λόφ. Μελίκ. Μοσχοπόταμ. Πεντάπολ. Ριζώματ. Σιάτ.): Τ᾽ ἄφ᾽κι τοὺ πιδί τ᾽ς κὶ γυρνάει γκόλιˬαβου ᾽ς τοὺ δρόμου Σιναπλ. Μαρή, τί κακὸ εἶνι αὐτὸ ἡ Λιουνίδας νὰ δῇ τούν παπποῦ τοὺ Γιˬαννώτα γκόλιˬαβου ᾿ς τοὺ λάκκου τοὺν τρανὸ νὰ πλιˬὲιτι; Κρυόβρ. Πρέπ᾽ ᾽ς τοὺ γνέσ᾽ μου πρῶτα ν᾽ ἀναπχιˬάῃς, γιˬὰ νὰ μὴ ᾽πουμεί᾽ ἡ ἄντρας σ᾽γκόλιαβους Σουφλ. Τοὺ γουμάρ᾽ γύρ᾽σιν τοὺ σαμάρ᾽, ἔρρ᾽ξιν τοὺ φουρτιˬό τ᾽ κὶ λεύτιρον κὶ γκόλιˬαβου ᾽ν ἀγκάλιˬασιν μὶ τὰ μπρουστ᾽νά τ᾽ τ᾽ γουμάρα Γαλατ. Νὰ μ᾽ δώῃς τοὺ βρακί μ᾽, νὰ μὴ γυρίζου γκόλιˬαβους Καταφύγ. Τ᾽ς ἔπιˬασαν κιˬὰ τ᾽ς δυὸ μέσ᾽ ᾽ς τὸν νουντὰ ἀγκόλιˬαβ᾽ αὐτόθ. Πααίνουμι ᾽ς τοὺ θέγιˬατρου κὶ βλέπουμι γκόλιˬαβις, μόν᾽ ᾽ς τοὺ τσιτσὶ (μόν᾽ = μόνον, τσιτσὶ = κρέας, σὰρξ) Κοζ. || Παροιμ. Οὑ γύφτους ἔμαθιν γκόλιˬαβους κιˬ ἀντρέπιτι ντυμένους (ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων νὰ προσαρμοσθοῦν εἰς καλύτερον τρόπον ζωῆς) Μακεδ. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. ἐνιαχ. || Αἴνιγμ. Χάσκ᾽ οὑ μάλλιˬαρους νὰ σέβ᾽ οὑ γκόλιˬαβους (κάλτσα καὶ πόδι) πολλαχ. Συνών. γδυτός, γκόλιˬος Α1α, γυμνός, ζάρκος, ξεζάρκωτος, ξεμπέλτσωτος, ξέντυτος. τσίτσιδος. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὐπ. Ἀγκόλιˬαβους Μακεδ. (Καταφύγ.) Γκόλιˬαβ᾽ Ρά᾽ Μακεδ. (Ἐράτυρ.) β) Ὁ μὴ ἔχων ἀκόμη πτερά, ἄπτερος, ἐπὶ πτηνῶν Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Δρυμ. Κίτρ.). 2) Φαλακρὸς Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστηρ.): Αὐτὸς ἔ᾽ γκόλιαβου κιφά᾽. Συνών. γκόλιˬος 2. 3) Γυμνόλαιμος ὄρνις-ἀλέκτωρ Α. Ρουμελ. (Μέγα Μοναστήρ.) Θεσσ. (Ἀετόλοφ. Κακοπλεύρ. Σταυρ.) Μακεδ. (Κοζ.): Τὰ γκόλιβα κουκουτσέλιˬα εἶι γκόλιˬβα ᾽ς τοῦ λιμό τ᾽ς (κουκουτσέλιˬα = πετεινοὶ) Κακοπλεόρ. Συνών. γκολιˬάβαρος 2, γκόλιˬος Α3, γκολιˬαβάρικος 2, γκολιˬανάρικος 2, γκολιˬανός, γλαρολαίμης, γλειφτολαίμης, γυμνολαίμης, ζορκολαίμης. 4) Ὡς οὐσ., λεῖμαξ Α. Ρουμελ. (Σιναπλ.) Μακεδ. (Σιάτ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γκόλιˬαρος 4. β) Νεογέννητον κονίκλου Μακεδ. (Κοζ.) Β) Μεταφ. 1) Πτωχὸς Μακεδ. (Βόιον, Σιάτ.) Συνών. ἀβράκωτος 1, ἀδέκαρος, ἀπένταρος, ἀχρήματος, θεόφτωχος, μπατίρης, ξεβράκωτος, ξεπαραδιασμένος, πεντάφτωχος, φτωχός. 2) Γυνὴ ἀκάθαρτος Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. ἀνοικοκύρευτη (βλ. ἀνοικοκύρευτος 1), βρῶμα, (βλ. βρῶμος 1), μουρντάρα, τσαπατσούλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA