γουρουνοποδαροῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουρουνοποδαροῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γουρουνοποδαροῦσα ἡ, ἐπίθ. θηλ. Α. Παπαδιαμ., Νοσταλγ., 95.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γουρουνοπόδαρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -οῦσα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Α. Παπαδοπ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 180 κ. ἑξ.

Σημασιολογία

Ἡ ἔχουσα πόδας γουρούνας· ἡ λ. ὑβριστικῶς διὰ γυναῖκας: Ἡ γουρουνοποδαροῦσα ἡ μάννα του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/