βατρικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατρικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βατρικὸ τό, Εὔβ. (Κάρυστ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *βατρικὸς<βάτρα.

Σημασιολογία

1) Οἰκία: Ἅμα ἔρχου ’ς τὸ βατρικό σου, μὴ μὲ βἀνῃς μέσα! 2) Τὸ νοικοκυρε͜ιό: Βατρικὸ ποῦ ’ναι! (εἴρων)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/