γκόλινα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γκόλινα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γκόλινα ἡ, ἐνιαχ. γκό᾽να Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Σλαβ. golinα = γῆ ἀκαλλιέργητος, ἀποψιλωμένη. Πβ. καὶ Κουτσοβλαχ. gόlinᾰ καὶ gόlnᾰ = γυμνὴ κορυφὴ βουνοῦ.
Σημασιολογία
Μέρος ἄδενδρον καὶ γυμνὸν ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA