γκολιˬόγκλαβος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γκολιˬόγκλαβος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γκολιˬόγκλαβος ἐπίθ. ἐνιαχ. γκουλόγκλαβους Μακεδ. (Καστορ. Νάουσ.) gουλόgλαβους Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γκόλιˬος καὶ τοῦ οὐσ. γκλάβα.

Σημασιολογία

1) Ἀσκεπὴς τὴν κεφαλὴν ἔνθ᾽ ἀν.: Βάλι τοὺ καπέλου σου κὶ μὴ στέκισι γκουλόγκλαβους ᾽ς τοὺν ἥλιˬου Μακεδ. (Νάουσ.) Βγῆκα gουλόgλαβους Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Συνών. ἀκουκούλιαστος, ἀκουκούλωτος, ἀνακούτρουλος 1, ἀναμαλλάρης 2, ἀναμαλλιˬάρης, ἀναμαλλιˬάρικος, ἀσκέπαστος Α2, ἀσκούφωτος, ξεκουκούλωτος, ξεκούτρουλο, ξέσκουφος, ξεσκούφωτος. 2) Εἶδος πίττας χωρὶς τὸ ἄνω φύλλον Μακεδ. (Βρία Νάουσ.): Ἔκαμάμι μιˬὰ γκουλόγκλαβη Νάουσ. Συνών. γκολιˬόπιττα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/