ἀσπροχαράζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροχαράζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀσπροχαράζω ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 40 ΚΠαλαμ. Δωδεκάλ. Γύφτ.2 70 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ χαράζω.

Σημασιολογία

Ὑποφώσκω ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀσπροχαράζει ἡ αὑγούλλα Λεξ. Δημητρ. Τὸ φῶς ἀσπροχαράζει ΙΓρυπαρ. ἔνθ’ ἀν. || Ποίημ. Τ' Ἄλπεια τὰ βουνὰ θὰ δρασκελίσουμε. θὰ ξαφνίσουμε τὰ ρέματα τοῦ Ρήνου, ’ς τοῦ Βορεˬᾶ θ’ ἀσπροχαράξουμε τὰ σκότη ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποδιαφωτίζω, ἀσπρίζω Β4 γλυκοχαράζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/