βατσίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατσίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βατσίζω Κρήτ. Ρόδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. *βατσὶ<βατίν.
Σημασιολογία
1) Προσκολλῶμαι ὡς ἡ βάτος Ρόδ.: Παροιμ. φρ. Ἐβάτσισε σὰν τὸν γάδαρον μέσ’ ’ς τὴ λάσπη (ἐπὶ τοῦ ἐπιμένοντος μὲ πεῖσμα). 2) ’Εθίζω, συνηθίζω τινὰ εἴς τι Κρήτ.: ᾿Εβάτσισές μου τὸ κωπέλλι ’ς τ᾽ ἀμύγδαλα κιˬ ὅλο ᾿ς τὴν πόρτα σου στέκει. ᾿Εβατσίστηκε ὁ λαγὸς ’ς τὰ σταφύλιˬα-τό γουρούνι’ς τὸν κῆπο κττ. || Παροιμ. ’Εβατσίστηκε ἡ γρά ’ς τὰ σῦκα | κιˬ ὅλη νύχτα τ’ άνεζήτα (ἐπὶ τοῦ φορτικῶς ζητοῦντος τι τὸ ὁποῖον συνήθισε νὰ λαμβάνῃ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA