βατσῖνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατσῖνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βατσῖνα ἡ, (II) Ἀθῆν. Ἤπ. Θεσσ. Θήρ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βελβ. Καστορ.) Παξ. Πάρ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Τριφυλ.) Σιφν κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. φατσῖνα Μεγίστ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) βετσῖνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βατσοῦνα Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vaccina.

Σημασιολογία

1) Ἡ δαμαλὶς διὰ τῆς ὁποίας ἐμβολιαζόμενον τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου καθίσταται ἀπρόσβλητον ὑπὸ τῆς εὐλογίας ἕνθ’ἀν. Συνών. βατσίνι (II) δαμαλίδα, μπόλι. 2) Ὁ ἐμβολιασμὸς διὰ τῆς δαμαλίδος ἔνθ’άν. 3) Ἡ ἐκ τοῦ ἐμβολιασμοῦ σχηματιζομένη οὐλὴ τοῦ δέρματος Λεξ. Δημητρ.: Ἡ δεῖνα ἔχει ᾽ς τὸ μπράτσο της μιὰ μεγάλη βατσῖνα. Συνών βατσινεˬὰ (ΙΙ). β) Γενικῶς πᾶν σημεῖον προξενούμενον εἰς τὸ δέρμα Κύπρ.: Ἔβαλέν τους τσαὶ τοὺς δικυˬὸ ’ποὺ μιˬὰν βατσίναν ’πά ’ς τὸ κολομέριν (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. 4) Κηλὶς Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/