βατσινάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βατσινάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βατσινάρω Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Παξ. -Λεξ. Βυζ. βατσινιάρω Σίφν. βετσινάρω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vaccinare
Σημασιολογία
1) Ἐμβολιάζω διὰ δαμαλίδος ἔνθ’ ἀν. Συνών. βατσιναρίζω, βατσινιˬάζω (II) 1, βατσινώνω, μπολιάζω. 2) Μεταδίδω ἀφροδίσιον νόσημα Κύπρ. Μετοχ βατσιναρισμὲνος=ὁ προσβεβλημένος ὑπὸ ἀφροδισίου νοσήματος. Πβ. βατσινιˬάζω (II) 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA