βατσινεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βατσινεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βατσινεˬὰ ἡ, (I) Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Κύθηρ. Πελοπν. (Γέρμ. Τριφυλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Περίδ. Βυζ. βατσ’νεˬὰ Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. Μακεδ. (Βελβ. Βογατσ. Καστορ. Καταφύγ. Κοζ.) Λέσβ. κ.ἀ βατσινὲ Δ.Κρήτ. βατσιία Τσακων. βατσουνέα Ἤπ. (Χιμάρ.) βατσουνεˬὰ Βιθυν. Ἤπ. Θράκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ ἀβατσινεˬὰ Θρᾴκ. Προπ. (Ἀρτάκ. Πάνορμ.) ἀβατσ'νεˬὰ Θρᾴκ. Ἴμβρ. Σαμοθρ. βατσιν-νεˬὰ Κύπρ. βαβατσινὲ Ἰκαρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βάτσινο καὶ τῆς καταλ. -εˬά.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν βάτος (I) 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. β) Συστὰς βάτων, πολλαὶ βάτοι ὁμοῦ Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.: Φρ. Σὰν ἡ βατσ’νεˬὰ (ἐπὶ μεγάλης ἀλληλοβοηθείας) Ἤπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βατουνιˬὰ 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βατσινεˬὰ Ἤπ. Βατσιν-νεˬὰ Κύπρ. Ἀβατσινεˬὰ Θάσ. Βατσουνεˬὰ Ἤπ. Βατσινεˬὲς Πελοπν. (Μάν.) 2) Τὸ δένδρον συκῆ ἡ συκομορέα (ficus sycomorus) τῆς τάξεως τῶν κνιδωδῶν (urticaceae) Κύπρ. Πελοπν. (Γέρμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/